Η δυσκοιλιότητα αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν πια τα παιδιά του Δυτικού κόσμου. Σύμφωνα με την Ελληνική Εταιρεία Παιδιατρικής Γαστρεντερολογίας Ηπατολογίας & Διατροφής, η δυσκοιλιότητα αφορά το 5-10% των παιδιών και αποτελεί την αιτία για το 3% των επισκέψεων στον παιδίατρο και για το 25-35% των παραπομπών στον παιδογαστρεντερολόγο.
Πολύ συχνά όμως υπάρχει παρεξήγηση ως προς του τι θεωρείται δυσκοιλιότητα, πότε και πώς παρεμβαίνουμε.
Ως δυσκοιλιότητα λοιπόν, εννοείται η καθυστέρηση ή δυσκολία στη λειτουργία της αφόδευσης ικανή να προκαλέσει σημαντική δυσφορία στο παιδί.
· Βρέφη πού θηλάζουν μπορεί να έχουν από 7 κρεμώδεις κενώσεις την ημέρα έως 1 την εβδομάδα.
· Παιδιά ηλικίας 1-2 ετών έχουν κατά μέσο όρο 1-2 κενώσεις την ημέρα.
· Περίπου στα 4 χρόνια, τα παιδιά αποκτούν παρόμοιες συνήθειες με τον ενήλικα, έχουν δηλαδή από 3 κενώσεις την ημέρα έως 3 την εβδομάδα.
Επισημαίνεται ξανά όμως ότι, ως δυσκοιλιότητα θεωρείται ακόμα κι αν η αφόδευση γίνεται καθημερινά αλλά η κένωση είναι αρκετά σκληρή και προκαλεί δυσφορία στο παιδί.
Για ευκολότερο προσδιορισμό της φύσης των κενώσεων, χρησιμοποιείται η κλίμακα αξιολόγησης των κενώσεων του Bristol (Bristol Stool Scale) (βλ. παρακάτω). Σύμφωνα με τους ειδικούς, ιδανικές θεωρούνται γενικά οι κενώσεις τύπου 3 και 4, δυσκοιλιότητα οι τύπου 1 και 2, ενώ οι κενώσεις τύπου 5, 6 και 7 υποδεικνύουν διάρροια.
Η δυσκοιλιότητα αιτιολογικά σχετίζεται με κακές συνήθειες διατροφής, η αύξηση της καθιστικής ζωής, γενετικούς (<<κληρονμικούς>>), περιβαλλοντικούς και ψυχολογικούς παράγοντες. Στην πλειονότητα των παιδιών η δυσκοιλιότητα είναι λειτουργική, δηλαδή δεν οφείλεται σε κάποια οργανική – ανατομική βλάβη.
Στους πρώτους έξι μήνες της ζωής, η δυσκολία στην αφόδευση συνήθως οφείλεται σε ανωριμότητα του μυϊκού συστήματος της πυέλου και υποχωρεί με την πάροδο του χρόνου.
Μετά τους έξι μήνες της ζωής, η επώδυνη αφόδευση λόγω σκληρών κοπράνων μπορεί να προκαλέσει αναστολή, κατακράτηση κοπράνων και εκδήλωση δυσκοιλιότητας. Αυτό κυρίως συμβαίνει στα μεταβατικά στάδια της διατροφής, δηλαδή κατά τη μετάβαση από το μητρικό γάλα στο γάλα πρώτης βρεφικής ηλικίας ή αμέσως μετά την έναρξη των στερεών τροφών.
Στα μεγαλύτερα παιδιά, η ηθελημένη κατακράτηση κοπράνων αποτελεί την κυριότερη αιτία της δυσκοιλιότητας. Η επώδυνη αφόδευση από σκληρά κόπρανα ή ο φόβος της τουαλέτας (πχ. γιατί υπήρξαν τσακωμοί σε προηγούμενο λέρωμα του παιδιού) οδηγούν σε δυσκοιλιότητα, η οποία χρονικά παρουσιάζεται συνήθως στην περίοδο εκμάθησης της τουαλέτας και την έναρξη της σχολικής ηλικίας. Η κατακράτηση κοπράνων οδηγεί σε διάταση του εντέρου, ανησυχία και κοιλιακό άλγος, ευερεθιστότητα και ανορεξία, καθώς και σε διάρροια από υπερπλήρωση του εντέρου (εγκόπριση).
Όταν η δυσκοιλιότητα εμφανίζεται κατά τον 1ο μήνα της ζωής, όταν συνδυάζεται με εμετούς, ελλιπή πρόσληψη βάρους ή διάταση της κοιλιάς το παιδί χρειάζεται άμεση παιδιατρική εκτίμηση.
Η αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας εξαρτάται από την ηλικία του παιδιού, από τη βαρύτητα και τη χρονιότητα των συμπτωμάτων. Σε γενικές γραμμές ακολουθούνται τα εξής:
1. Κένωση του εντέρου:
Στις περιπτώσεις χρόνιας δυσκοιλιότητας, όπου κοπρανώδεις μάζες ψηλαφώνται στην κοιλιά ή σκληρά κόπρανα έχουν συσσωρευτεί στο ορθό (τελικό τμήμα του παχέος εντέρου), είναι απαραίτητο να προηγηθεί η πλήρης κένωση του εντέρου με τη χρήση καθαρτικών φαρμάκων ή υποκλυσμών πριν ακολουθηθεί οποιαδήποτε μακροπρόθεσμη θεραπεία.
2. Διαιτητική αγωγή:
Μετά την επιτυχή κένωση του εντέρου, ακολουθεί η επί μακρόν διατήρηση μαλακών κενώσεων (συνήθως για διάστημα μερικών μηνών) με: α) την υιοθέτηση διατροφής πλούσιας σε φυτικές ίνες (όσπρια, φρούτα και λαχανικά), ή την προσωρινή χρήση σκευασμάτων φυτικών ινών, β) τη λήψη φαγητού σε καθορισμένες χρονικές στιγμές καθημερινά καθώς αποτελεί καλό ερέθισμα για τη λειτουργία του εντέρου (η παράλειψη γευμάτων και η λήψη τροφής σε άτακτα χρονικά διαστήματα επιδεινώνουν το πρόβλημα της δυσκοιλιότητας), γ) την αύξηση της χορήγησης υγρών (αποφύγετε τη μεγάλη λήψη τσάι, γάλακτος και αναψυκτικών γιατί επιδεινώνουν τη δυσκοιλιότητα – Μην ξεχνάτε το νερό!) και δ) την πολύ σημαντική τακτική κένωση του εντέρου σε σταθερές ώρες της ημέρας (προγραμματισμός του εντέρου). Οι πλέον κατάλληλες ώρες για να πηγαίνει – βάζουμε το παιδί στην τουαλέτα είναι περίπου 30 λεπτά μετά από ένα γεύμα καθώς είναι η περισσότερο πιθανή στιγμή για να ενεργοποιηθεί το έντερο. Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχει ένα εσωτερικό αντανακλαστικό που καλείται γαστρο-κολικό αντανακλαστικό, μέσω του οποίου η εισαγωγή της τροφής στο στομάχι (γαστήρ) ενεργοποιεί τον περισταλτισμό του εντέρου (κόλον). ε) Τέλος, η δημιουργία ευχάριστης, χαλαρωτικής ατμόσφαιρας είναι απαραίτητη. Ένα ζεστό ρόφημα μπορεί να βοηθήσει, ενώ ένα ραδιόφωνο μπορεί να κάνει την όλη διαδικασία λιγότερο βαρετή για το παιδί, αρκεί να μην αποσπά την προσοχή του από την προσπάθεια για αφόδευση. Αποφύγετε την χρήση tablet κατά τη διαδικασία της αφόδευσης. Το παιδί αποσπάται και κάθεται αναποτελεσματικά στην τουαλέτα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
3. Άσκηση:
Η άσκηση και τα αθλήματα συνήθως βελτιώνουν τις συνήθειες του εντέρου. Επιμείνετε σε καθημερινή άσκηση – παιχνίδι του παιδιού.
4. Φαρμακευτική αγωγή:
Στις περιπτώσεις όπου η διαιτητική αντιμετώπιση δεν επαρκεί, είναι επιβεβλημένη η προσθήκη υπακτικών (καθαρτικών) φαρμάκων όπως είναι τα παρακάτω: 1. Τα ωσμωτικά δρώντα φάρμακα που συγκρατούν νερό στον αυλό του εντέρου (λακτουλόζη, λακτιτόλη, γάλα μαγνησίας, πολυαιθυλενογλυκόλη κ.ά.), 2. Τα διεγερτικά φάρμακα του εντέρου (σέννα, βισακοδύλη, πικοθεϊικό νάτριο κ.ά.), 3. Τα μαλακτικά των κοπράνων (παραφινέλαιο).
Η επιλογή του φαρμάκου και της δοσολογίας του εξαρτάται από την ηλικία του παιδιού, από τη βαρύτητα και τη χρονιότητα της δυσκοιλιότητας. Ο στόχος είναι η επίτευξη μαλακής κένωσης ανά 1 ή 2 ημέρες. Η χορήγηση των υπακτικών φαρμάκων είναι συνήθως απαραίτητη για διάστημα που κυμαίνεται από 2 έως 6 μήνες, ενώ στις βαρύτερες περιπτώσεις μπορεί να διαρκέσει πολύ περισσότερο. Κατά το διάστημα αυτό, δοκιμάζεται η σταδιακή μείωση της χορηγούμενης δόσης, εφ’ όσον η μείωση δεν επηρεάζει αρνητικά το θεραπευτικό αποτέλεσμα.
Στα βρέφη κάτω του έτους ΔΕΝ χορηγούνται διεγερτικά του εντέρου, παραφινέλαιο ή υποκλυσμοί άλλοι από μικροκλύσματα γλυκερίνης. Αυξημένη χορήγηση υγρών (νερού ή φυσικού χυμού φρούτων) και φυτικών ινών μετά τους 4-6 μήνες στα βρέφη που τρώνε στερεές τροφές, είναι συνήθως αρκετά για την αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας.
Βοηθητικά στην κινητοποίηση του εντέρου μπορεί να δράσει το μασάζ της κοιλιάς με δεξιόστροφη φορά, καθώς και η κάμψη των ποδιών (ισχίων) προς την κοιλιά στα βρέφη.
Πότε όμως χρειάζεται περαιτέρω έλεγχο ένα παιδί με δυσκοιλιότητα; Επειδή οργανικό πρόβλημα διαπιστώνεται μόνο σε ένα μικρό ποσοστό παιδιών, εργαστηριακός έλεγχος ενδείκνυται στις περιπτώσεις εκείνες που από το ιστορικό και την κλινική εξέταση γεννάται υποψία οργανικής νόσου ή στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει η αναμενόμενη ανταπόκριση στη θεραπευτική αγωγή. Αιματολογικές ή ορμονολογικές εξετάσεις, ακτινολογικός έλεγχος, ή ειδική παιδο-γαστρεντερολογική αξιολόγηση γίνονται μόνον όταν κριθεί απαραίτητο από το θεράποντα ιατρό.
Σε όλες τις περιπτώσεις χρόνιας δυσκοιλιότητας, είναι αναγκαία η ψυχολογική ενθάρρυνση του παιδιού και της οικογένειας και η ενημέρωσή τους για τις αιτίες της δυσκοιλιότητας. Σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπισή της δυσκοιλιότητας παίζει ο συνδυασμός του σωστού τρόπου διατροφής με την τακτική κένωση του εντέρου και ενίοτε τη φαρμακευτική αγωγή. Οι γονείς θα πρέπει να θυμούνται ότι η αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας είναι μακροχρόνια και χρειάζεται υπομονή, συνεργασία με το παιδί, εφαρμογή των νέων συνηθειών (διατροφή, άσκηση, ενυδάτωση) από όλα τα μέλη της οικογένειας και αποφυγή εντάσεων επί μη άμεσης συμμόρφωσης ή ατυχημάτων εγκόπρισης.